- μελιτιανός
- -ή, -ό [Μελίτιος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχισματικό επίσκοπο Λυκοπόλεως Μελίτιο ή αυτός που προέρχεται από αυτόν («μελιτιανό σχίσμα»)2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μελιτιανοίοι οπαδοί τού σχισματικού Μελιτίου.
Dictionary of Greek. 2013.